Είσαι χορδή,
όποιος θέλει να σε ψαύσει
πρέπει να περισκεφθεί,
να μην σε θραύσει,
να μην κοπεί.
--------------------------------------------------------------------
Όταν συναισθήματα κοχλάσουν
κι επίμονα ζητούν να βγουν στην επιφάνεια,
ξέχειλα απλώνονται στο χαρτί.
Δεν προσδοκούν καταξίωση και περηφάνεια,
τίτλο μάταιο του ποιητή.
Κύματα που συντρίβουν τον πιο τρανό καραβοκύρη,
κουρσάροι με τριήρη την πυρά,
ποδοκυλούν τον ουρανό,
κρασί κόκκινο σε μαραμένα χείλη,
ταξίδι που δεν έχει τελειωμό.
Δεν ποιώ για της κοινοτοποίας το βασίλειο,
δεν εγκλωβίζομαι στης κρίσης το κελί,
από δίψα φυγής μεθώ,
της ψυχής μου τον ασίγαστο οργασμό.
--------------------------------------------------------------------------
Ρυθμική απροσδόκητη ψιχάλα μας ποντίζει,
με το χώμα ζευγαρώνει,
από την συνουσία, λιβάνι οστών τον ουρανό χαυνώνει,
στη γη ξαναγυρίζει.
Στους εσώτερους αγρούς βλασταίνει,
με των πράξεων τη σπορά,
ενυπάρχει άπλετη, σαν της άμμου τους κόκκους,
γαλανή αρμονία, σ’ αχανή πελάγη.
Δεν αγοράζονται θάνατος και αγάπη.
--------------------------------------------------------------------------------
Ό,τι απαγορεύεται στην κοινωνία τούτη,
είν’ από ξύλο δρύϊνο, ρουμπίνι διαλεχτό!
Σε ενδοιασμούς δεν έστερξα,
την κλίνη του να αποδεχτώ.
Τα μάτια του αχνάδα φεγγαριού,
άνθη του ήλιου τα μαλλιά του,
απόηχος καλοκαιριού,
η λαίμαργη, απειρότεχνη ματιά του.
Ήτανε θηλυκή η θωριά,
αγέρι απαλό το χνούδι.
Ερωτιδεύς στα δέκα εννιά!
χείλη σαρκώδη, κερασιά,
λαγνείας εύχυμο λουλούδι.
Η αγκαλιά καμίνι υγρό,
τα σώματα λικνίζονται εξαντλημένα,
στης ηδονής το μπότζι που μεθώ,
ξεσπούν σ’ αλαλαγμούς παρμένα
από αψάδας κάματο οργασμό.
------------------------------------------------------------------------------------
Θα’ ρθείς όταν οι πλαγιές
θά’ χουν μαυροφορεθεί,
τα κύματα θά’ χουν στερέψει
από άρμη και αφρό,
τα ξάρτια σχισμένα,
θα βρουν τον προορισμό της ταφής,
οι άσπρες πέτρες της θάλασσας θά’ χουν χαθεί,
ο ουρανός δεν θα νογά γαλήνη,
μήτε δάκρυα θα πετά,
έρεβος θ’ ανατρέψει τον αμείλικτο χρόνο.
Θα γύρεις το ρόπτρο
μα θά’ μαι ανίκανος να νοιώσω οποιονδήποτε ήχο.
-------------------------------------------------------------------------------------
Αν και η μέγιστη ευτυχία
κορεσμό δημιουργεί,
η αέναη δυστυχία
από που αντλεί αντοχή;
--------------------------------------------------------------------------------------
Κτήτορες γίναμε πολλοί,
χώμα, χρυσάφι και χολή,
δεν φωνασκούν τα παιδιά,
δεν τραγουδούν τα πουλιά,
τέλμα! θολή ακρογιαλιά.
Κτήτορες γίναμε θαρρώ,
να σ’ αγκαλιάσω δεν τολμώ.
Ψύχος σκοτάδι ερημιά,
απ’ τα κλουβιά μας θεατές,
ψυχομαχεί η χαρά.
Αλυσοδέστε! Τις καρδιές χειραγωγήστε,
την μόνη εστία αντίστασης συντρίψτε.
Χόβολη ευωδιάζουν οι ροδιές,
δεν έχει αύριο'
όποιος θέλει να σε ψαύσει
πρέπει να περισκεφθεί,
να μην σε θραύσει,
να μην κοπεί.
--------------------------------------------------------------------
Όταν συναισθήματα κοχλάσουν
κι επίμονα ζητούν να βγουν στην επιφάνεια,
ξέχειλα απλώνονται στο χαρτί.
Δεν προσδοκούν καταξίωση και περηφάνεια,
τίτλο μάταιο του ποιητή.
Κύματα που συντρίβουν τον πιο τρανό καραβοκύρη,
κουρσάροι με τριήρη την πυρά,
ποδοκυλούν τον ουρανό,
κρασί κόκκινο σε μαραμένα χείλη,
ταξίδι που δεν έχει τελειωμό.
Δεν ποιώ για της κοινοτοποίας το βασίλειο,
δεν εγκλωβίζομαι στης κρίσης το κελί,
από δίψα φυγής μεθώ,
της ψυχής μου τον ασίγαστο οργασμό.
--------------------------------------------------------------------------
Ρυθμική απροσδόκητη ψιχάλα μας ποντίζει,
με το χώμα ζευγαρώνει,
από την συνουσία, λιβάνι οστών τον ουρανό χαυνώνει,
στη γη ξαναγυρίζει.
Στους εσώτερους αγρούς βλασταίνει,
με των πράξεων τη σπορά,
ενυπάρχει άπλετη, σαν της άμμου τους κόκκους,
γαλανή αρμονία, σ’ αχανή πελάγη.
Δεν αγοράζονται θάνατος και αγάπη.
--------------------------------------------------------------------------------
Ό,τι απαγορεύεται στην κοινωνία τούτη,
είν’ από ξύλο δρύϊνο, ρουμπίνι διαλεχτό!
Σε ενδοιασμούς δεν έστερξα,
την κλίνη του να αποδεχτώ.
Τα μάτια του αχνάδα φεγγαριού,
άνθη του ήλιου τα μαλλιά του,
απόηχος καλοκαιριού,
η λαίμαργη, απειρότεχνη ματιά του.
Ήτανε θηλυκή η θωριά,
αγέρι απαλό το χνούδι.
Ερωτιδεύς στα δέκα εννιά!
χείλη σαρκώδη, κερασιά,
λαγνείας εύχυμο λουλούδι.
Η αγκαλιά καμίνι υγρό,
τα σώματα λικνίζονται εξαντλημένα,
στης ηδονής το μπότζι που μεθώ,
ξεσπούν σ’ αλαλαγμούς παρμένα
από αψάδας κάματο οργασμό.
------------------------------------------------------------------------------------
Θα’ ρθείς όταν οι πλαγιές
θά’ χουν μαυροφορεθεί,
τα κύματα θά’ χουν στερέψει
από άρμη και αφρό,
τα ξάρτια σχισμένα,
θα βρουν τον προορισμό της ταφής,
οι άσπρες πέτρες της θάλασσας θά’ χουν χαθεί,
ο ουρανός δεν θα νογά γαλήνη,
μήτε δάκρυα θα πετά,
έρεβος θ’ ανατρέψει τον αμείλικτο χρόνο.
Θα γύρεις το ρόπτρο
μα θά’ μαι ανίκανος να νοιώσω οποιονδήποτε ήχο.
-------------------------------------------------------------------------------------
Αν και η μέγιστη ευτυχία
κορεσμό δημιουργεί,
η αέναη δυστυχία
από που αντλεί αντοχή;
--------------------------------------------------------------------------------------
Κτήτορες γίναμε πολλοί,
χώμα, χρυσάφι και χολή,
δεν φωνασκούν τα παιδιά,
δεν τραγουδούν τα πουλιά,
τέλμα! θολή ακρογιαλιά.
Κτήτορες γίναμε θαρρώ,
να σ’ αγκαλιάσω δεν τολμώ.
Ψύχος σκοτάδι ερημιά,
απ’ τα κλουβιά μας θεατές,
ψυχομαχεί η χαρά.
Αλυσοδέστε! Τις καρδιές χειραγωγήστε,
την μόνη εστία αντίστασης συντρίψτε.
Χόβολη ευωδιάζουν οι ροδιές,
δεν έχει αύριο'
κλαις;
Κτήτορες της μοναξιάς.
Κτήτορες μίσους, συμφοράς.
------------------------------------------------------------------------------------
Στων στεναγμών τις βάρδιες,
μύριες αγκαλιές καραδοκούν,
μήνες μέρες άδειες,
χείλη απαρηγόρητα ριγούν.
Έχει απομείνει στάχτη απ’ το τζάκι ένα σωρό,
φλόγωσε, πύρα δίνει,
απιθώνω την καρδιά να ζεσταθώ.
Κάλλιο τρικυμία, θλίψη, χαλασμοί,
όρκοι, υποσχέσεις. Κάλπισσα ευτυχία.
Καταιγίδα! Μόνη αυθεντική.
-----------------------------------------------------------------------------------
Κι αν πικροί ήρθαν χρόνοι, καιροί,
της γολέτας ν’ αδράξεις το ξάρτι,
κι αν τα μάτια γοερά
απ’ της άλμης τη δίνη,
των γαλάζιων αγρών η οδύνη,
στερνό προσκεφάλι.
Μακρυά απ’ του κόσμου την πάλη,
στην σφοδρή των κυμάτων γαλήνη θα χαθείς,
θα σε πιει το ανήλεο σιωπηρό ακρογιάλι.
--------------------------------------------------------------------------------------
Χορτάτος σιχαμό και θλίψη,
φεύγω στης σκίτης την σιγή.
Δεν με καλεί η πίστη,
του πλούτου η κοσμική παραδοχή.
----------------------------------------------------------------------------------------
Φαντάζω αλλόκοτα
σαν με θωρείς.
Τα μάτια σου ορθάνοιχτα
φόβο και απορία,
ζητούν μεσ’ απ’ τις κόχες μου
τα αίτια της φυγής,
μα απάντηση καμμία.
Στις ανεπούλωτες χαράδρες,
μεστές από του αίματος το δάκρυ,
βλασταίνουν θύμος, γιασεμί,
τα βάνω σε μιαν άκρη
και τα θυμάμαι ώρες ακριβές,
όταν οι καρδιές τ’ απόσταγμά τους χύνουν
και στεφανώνω ποθοπλάνταχτες κορφές,
μάτια χείλη και θωριά,
σκέλη που δεν κλείνουν.
Μη σε ξενίζει η φυγή,
είμαι δραπέτης στην υφή,
δεν έχω αραξοβόλι.
Έχω την λύπη σύντροφο,
την περιπλάνηση αδερφή
και μοναχός μου καρτερώ του ύπνου την ουράνια σκόλη.
Κτήτορες της μοναξιάς.
Κτήτορες μίσους, συμφοράς.
------------------------------------------------------------------------------------
Στων στεναγμών τις βάρδιες,
μύριες αγκαλιές καραδοκούν,
μήνες μέρες άδειες,
χείλη απαρηγόρητα ριγούν.
Έχει απομείνει στάχτη απ’ το τζάκι ένα σωρό,
φλόγωσε, πύρα δίνει,
απιθώνω την καρδιά να ζεσταθώ.
Κάλλιο τρικυμία, θλίψη, χαλασμοί,
όρκοι, υποσχέσεις. Κάλπισσα ευτυχία.
Καταιγίδα! Μόνη αυθεντική.
-----------------------------------------------------------------------------------
Κι αν πικροί ήρθαν χρόνοι, καιροί,
της γολέτας ν’ αδράξεις το ξάρτι,
κι αν τα μάτια γοερά
απ’ της άλμης τη δίνη,
των γαλάζιων αγρών η οδύνη,
στερνό προσκεφάλι.
Μακρυά απ’ του κόσμου την πάλη,
στην σφοδρή των κυμάτων γαλήνη θα χαθείς,
θα σε πιει το ανήλεο σιωπηρό ακρογιάλι.
--------------------------------------------------------------------------------------
Χορτάτος σιχαμό και θλίψη,
φεύγω στης σκίτης την σιγή.
Δεν με καλεί η πίστη,
του πλούτου η κοσμική παραδοχή.
----------------------------------------------------------------------------------------
Φαντάζω αλλόκοτα
σαν με θωρείς.
Τα μάτια σου ορθάνοιχτα
φόβο και απορία,
ζητούν μεσ’ απ’ τις κόχες μου
τα αίτια της φυγής,
μα απάντηση καμμία.
Στις ανεπούλωτες χαράδρες,
μεστές από του αίματος το δάκρυ,
βλασταίνουν θύμος, γιασεμί,
τα βάνω σε μιαν άκρη
και τα θυμάμαι ώρες ακριβές,
όταν οι καρδιές τ’ απόσταγμά τους χύνουν
και στεφανώνω ποθοπλάνταχτες κορφές,
μάτια χείλη και θωριά,
σκέλη που δεν κλείνουν.
Μη σε ξενίζει η φυγή,
είμαι δραπέτης στην υφή,
δεν έχω αραξοβόλι.
Έχω την λύπη σύντροφο,
την περιπλάνηση αδερφή
και μοναχός μου καρτερώ του ύπνου την ουράνια σκόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου