Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Ανατολή φυγής Β μέρος 2001-2010

Τ’ αγέρωχα μαλλιά σου,
τα μαύρα μάτια,
εκδίδονται με θράσος στη βροχή.
Θυγατέρες τα χείλη σου ρουφούν,
τις άτεγκτες παρειές σου εμπιστεύονται,
ποθώντας τους φιλόπονους μηρούς σου.
Τα δάκρυά σου ψηλαφώ,
τα αγορίστικα Μαρία θέλγητρά σου.
---------------------------------------------------------------------
Τα εν οίκω

  Αλάτι και ζάχαρη απόμειναν στο σπίτι της Μαρίκας και του Εμμανουήλ. Τα όσπρια ακριβά, τα μακαρόνια, τα φρούτα απλησίαστα, τα σέσκουλα, τα σπανάκια. Ο υιός Παναγιώτης ολημερίς εργάζεται ανασφάλιστος για δυο ελιές τον μήνα και η θυγατέρα τους Χαρίκλεια εργαζόμενη κι αυτή, δεν αξιώθηκε κατά την μάνα της να βρει έναν με υψηλό εισόδημα να την σώσει. Κι όλο φωνάζει αχαΐρευτο η Μαρίκα τον Εμμανουήλ που τρίτη δουλειά δεν βρίσκει.

Η Μαρίκα και ο Εμμανουήλ γονείς ευυπόληπτοι περασμένοι μεσήλικες, χρόνια κυνηγούν την ευμάρεια του νοικοκυριού τους, στον βωμό της οποίας τα πάντα εθυσίαζαν, χωρίς σε τίποτα να διστάζουν. Αργά που εγύρισε ο Παναγής, εζήτησε χρήματα, καύσιμα να βάλει στην μερσεντές, την οποίαν η οικογένεια αγόρασε δίνοντας το εφάπαξ του πατρός και ένα χωράφι. Η μητέρα τσιρίζοντας τον απέπεμψε λέγοντάς του πως δεν έχουν να αγοράσουν τρόφιμα και πως έπρεπε να πουληθούν και τα τρία αυτοκίνητα που είχαν, μα ο Παναγιώτης επέμενε, δίχως όχημα ακριβό ποια θα τον κοιτούσε, εδιαμαρτύρετο εις την μητέρα του.

Επέστρεψε και η Χαρίκλεια, αγανακτισμένη από του Πάτροκλου το δώρο, ένα βιβλίο για την Σμύρνη, ενώ του υπέδειξε περιδέραιο σε προθήκη κοσμηματοπωλείου. Έξαλλη η μητέρα ούρλιαζε να τον σχολάσει τον άχρηστο, τον θρασύ, που ετόλμησε γυναίκα να κρατήσει δίχως έξοδα, δίχως αυτοκίνητο να διαθέτει. Η κόρη έγνεφε συγκαταβατικά, οι τσιρίδες και τα ουρλιαχτά την γειτονιά δονούσαν, και ο Περικλής ο ιδιόρρυθμος, ο γραφικός για όλους, βγαίνοντας για τον εσπερινό περίπατο, είδε τον Εμμανουήλ, ανοίγοντας την πόρτα, να διαφεύγει, και φώναξε: «Πουλήσατε κατακτήσεις χρόνων που με αίμα κερδήθηκαν, πουλήσατε τα δικαιώματα της ζωής στην προοπτική του ατομικού πλούτου, τώρα, άντε στα σκλαβοπάζαρα, έτσι ταιριάζει σε λαό αλήτη», και φτύνοντας επροχώρησε.        


-------------------------------------------------------------------------------------


Θέλγουν ο ήλιος, ο ουρανός,
η συννεφιά όταν δακρύζει,
η θάλασσα που αφρίζει.

Μακριά από κόπους μάταιους
η ξεγνοιασιά ωριμάζει δαμάσκηνα, πορτοκάλια,
κι έτσι ξεκούραστα αλητεύω στις ρώγες,
στα σκέλη, στους μηρούς σου.
Αλητεύω με τα χρώματα, τα γράμματα,
τα σώματα που σφύζουν,
το δειλινό το αναπόδραστο.

Πριν το τέλος να δράσει,
λιτή, ρέμπελη, ερωτική,
η ελευθερία εκφεύγει.


------------------------------------------------------------------------------------
                                           Εις το Ικάριον

Άνδρας φυγόπονος, μεσοαστός, της κοινωνίας τα κελεύσματα
αψηφούσε, εδιάβαζε, εγυμνάζετο, τις γυναίκες βολιδοσκοπούσε.
Οι απαιτήσεις υπέρογκες στων γυναικών τα στήθη και ο ανήρ
στα αζήτητα διαρκώς.
Τον Αύγουστο, εις το Ικάριον, γυναίκα της ιδίας τάξεως εγνώρισε,
που εμελετούσε λογοτεχνία, θρησκείες ανατολικές, την κίνηση
εδίδασκε, με ασκήσεις που την ψυχή εγαλήνευαν.
Ο άνδρας ανεθάρρησε, μήπως της γυναικός οι ασχολίες την
ματαιοδοξία είχαν εκτοπίσει, αν και, σύντομα, σημείο είχε
φωτεινό περί του αντιθέτου, όταν η γυναίκα υποτίμησε, ειρωνικά,
τα υποδήματά του, και παρ’ ολίγο να την καθυβρίσει, όμως η
ζήτηση των γυναικών, ευκαιρίας συγχωροχάρτι έδωσε.
Οι μέρες των διακοπών παρήλθαν, και, εις την πρωτεύουσαν
αντάμωναν. Κατά τας συναντήσεις τους η γυναίκα αξίωνε
από τον άνδρα, να την κερνά, εδιαμαρτύρετο δε διά τον
ηδονισμόν του, το χαμηλόν του εισόδημα και την έλλειψιν
σπουδών. Ακόμη, και εις τον εναγκαλισμόν ερωτούσε γιατί δεν
εσπούδασε. «Δεν μπορώ να κάνω δέκα πέντε φορές έρωτα τη μέρα, θέλω έναν άνδρα δίπλα μου!», φώναζε αγανακτισμένη. Δεν έκλεισαν τας δέκα αι  συναντήσεις των, και ο ανήρ, μήνυμα
εις την γυναίκα έστειλε.
«Δυστυχώς η τέχνη και το διάβασμα, ουδέποτε εχέγγυα ηθικής και έρωτος απετέλεσαν. Παραιτούμαι ως εντελώς ακατάλληλος διά πάσαν χρήσιν».


--------------------------------------------------------------------------------------


Το στέρνο ψάχνω της παραμυθίας,
τα μάτια μου εκβάλλουν Δνείπερους,
να αποκαρώσει η ψυχή να γαληνέψει.

Ρότα θλίψης ακλουθώ
δίχως παρέκκλιση ουδεμία,
του αποχαιρετισμού η παραμυθία γνέφει.


----------------------------------------------------------------------------
                         Ανδρισμού συνέπειαι               

«Από έφηβο την σκέψη μου απασχολείς», και έναν στίχο του
Καβάφη, απήγγηλε στην κατά πολύ μεγαλύτερη του, ευσταλή,
με κοντή αγορίστικη κόμη φιλόλογο, ο τριανταεξάχρονος
σύνοικός της.
Αυτή γενναιόδωρα τον αντέμειψε, ενημερώνοντας υιό και
σύζυγο, με τις γνωστές δια τον θαυμαστήν συνέπειες των ύβρεων
και των απειλών.
Αυτά εδιηγείτο ο τριανταεξάχρονος σε γνωστούς ομοφύλους του,
όταν επηρεασμένος από το θέμα, εις εξ αυτών επαραπονέθη,
πως η γυναίκα του ήταν ψυχρή και συνευρίσκονταν με παρακάλια,
υποσχέσεις κι ανταλλάγματα, δυό φορές τον μήνα. Θα είχε δε
νυμφευθή την Ανθή, εάν δεν του έκανε, από την αρχή που την εγνώρισε,
στοματικό έρωτα εις τον ανελκυστήρα, πράγμα απρεπές, που τον
απέτρεψε, αλλά με νοσταλγία θυμόταν.
Στην παρέα ήταν και ένας φοιτητής εικοσάχρονος που εξέφρασε
την άποψη , πως γυναίκα που συνευρίσκεται με άνδρα από το
πρώτο βράδυ, ακόμη και χωρίς ιδιοτέλεια χρηματική , παρά
μόνο το κίνητρο της έλξης, πουτάνα ονομάζεται.
Υπήρξε και άλλη κατάθεση ανδρός για μία Σεβαστιανή, ανώτερη
του κράτους υπάλληλο εκ Κερκύρας, η οποία ούτε χρήματα ούτε
παιδιά εζητούσε, περίπτωσις αρίστη και σπανία! Όμως την
συνεύρεσιν απέκλειε ανενδότως, και μάλιστα διερωτάτο εάν η
φύση την όρισε.
Επιστρέφοντας σπίτι ο τριανταεξάχρονος, μετά από όσα είπε
και άκουσε, πήρε την πέννα και έγραψε:
Το γάλα που πίνουν από βρέφη, ανεραστία λέγεται! Nα πιούν,
να θεριέψουν, να σπουδάσουν της γνώσης έμποροι, καταναλωτές,
τρανοί πλιατσικολόγοι, τοκογλύφοι, συλητές.



----------------------------------------------------------------------------------


Φρούτων χυμούς ο χρόνος να ρέει
σε στάχυα, θερμοκήπια, μποστάνια, ελαιώνες,
αργά η συγκομιδή να γίνεται με ξάπλες στους λειμώνες.
Καπνό, λάδι, κρασί στις πληγές να βάζουμε,
νερό μπόλικο στο σώμα το ιδρωμένο από άσκηση,
από φιλιά,
συζητήσεις ατέρμονες μετά του ήλιου την ήττα,
ροχαλητά τα πρωινά θα δονούν
σε κοινότητες αγροτικές, κοινοκτημονικές,
με βιβλιοθήκες και έρωτα ελεύθερο.


-----------------------------------------------------------------------


Στις όχθες ποταμού, σε φύλλων συρροή επάνω, τα ρούχα,
τα μαλλιά της, γυναίκα νέα εσυμμάζευε. Με ένα φιλί τον
συνοδό της αποχαιρετά, «το Σάββατο» αποκρίθηκε,
και εχάθη στην νόμιμη οδό της χρόνιας επαφής της˙
επαφής που ξεθώριασε, και η κοπέλα κόντρα στο ρεύμα
περί πίστεως ηθικής, τον άνδρα έψαχνε στον λόγο, στην
αφή.
Ημέρες επερνούσαν με συναντήσεις μυστικές και αγγίγματα
εφήμερα, την διαφορετικότητα το θηλυκό εγεύετο, ώσπου
ένας άνδρας την απέσπασε, και   να  δοκιμασθή  εκ  νέου  από
τον χρόνο, θέλησε μαζί του.
Η συχνότης την σαγήνη εσυρρίκνωσε, στο άλλο την
γυναίκα ώθησε. Σε περιπτύξεις νέες εδινόταν! Το καινούριο
εχαιρόταν, το παλαιό διατηρούσε, ανακαλύπτοντάς το πάλι
μέσα από το καινούριο, καινούριο καθιστώντας το
συγκλονισμένη.


----------------------------------------------------------------------


Τα κοκκινόσαρκα νεκταρίνια σου δαγκώνω τα ετοιμόχυμα,
τα μαλλιά σου στο γιαλό ανεμίζουν,
ώσπου η γυμνότης στη θάλασσα παραδίδεται.
Τις ρώγες σου αγγίζω, την άλμη από τα σκέλη σου ρουφώ.
Της γυμνότητος έκσταση αξεπέραστη έξη.
Η τραχύτης των οσμών σου,
την αποχή της σάρκας σου εξιλεώνει,
ο λόγος τους χυμούς στραγγίζει
στο νου που αναριγά.


-------------------------------------------------------------------------


«Ο Δημήτρης μου άρεσε, όταν μαζί με τον Γρηγόρη μου πρωτομίλησαν, μιά μέρα που περπατούσα στην παραλία. Τον Γρηγόρη προτίμησα που σιγουριά με γέμιζε και όπως βλέπεις είμαι μαζί του ακόμα».
Αυτά είπε η Αμαλία σε άνδρα ευπορώτερο που τον
εκαλοκοίταζε, αλλά φιλήδονο και για οικογένεια ούτε να
ακούσει.
Επλάγιασε μαζί του μερικά βράδυα, μήπως τον εδελέαζε
τις απόψεις του να εγκαταλείψει, από το φόρεμα της πίσω
να συρθή, όμως τον άνδρα μανιωδώς η αίσθηση ενδιέφερε,
και η Αμαλία στην σιγουριά της ετραβήχθη, την ευκαιρία
περιμένοντας.
Η ευκαιρία δεν ερχόταν και δίλημμα εις τον Γρηγόρη ετέθη:
«οικογένεια ή φεύγω». Ο Γρηγόρης για προθεσμία την
Αμαλία εκλιπαρούσε η οποία εσυμφώνησε·
αλλά πριν η προθεσμία εκπνεύσει, πατέρα βρήκε και
ανεχώρησε.


--------------------------------------------------------------------------


Στην κίνηση, στο γέλιο,
στο νάζι, στο μειδίαμα,
του κοριτσιού η έκφραση φωνάζει,
για να σου κάθομαι θα με χρυσώνεις, θα με φροντίζεις,
θα καταργήσεις το όχι από το λεξικό σου.
Τα αγόρια πρόθυμα, υποτακτικά, ασχημονώντας,
χρυσάφι κουβαλούν στων κοριτσιών τα σκέλη.
Έτσι ανατρέφει τα παιδιά η αγία ορθόδοξη,
αποστολική, χριστιανική οικογένεια.
Γονείς και δάσκαλοι προαγωγοί,
σε γυμνάσια ακρισίας, απληστίας, ανταγωνισμού,
τα παιδιά υπονομεύουν.
Αθώοι οι την ηρωίνη εμπορευόμενοι. Να βγουν.
Γονείς και δάσκαλοι να κρεμαστούν.
Στα πέλματά μου όταν δεν τα’ χω πλύνει,
αν δεν γράψτε λογοτέχνης, αν δεν γράψτε ποιητής,
ούτε επίδοξος της τέχνης θαυμαστής,
αποκούμπια εκτόνωσης ζητώ,
μου στερείτε τον αέρα, το νερό,
διώκοντας σωμάτων πόθους των ψυχών ελιξήρια.
Όποιος τους ανθρώπους αφανίσει,
θα έχει ηθικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά μεγαλουργήσει.


-------------------------------------------------------------------------------------
                                                     Ο μητράδελφος

«Να κοιτάς την δουλειά σου και τίποτε άλλο», είπε ο πατέρας
στον δεκαπεντάχρονο. «Να υπομένεις την εχθρότητα», ο
ιερέας εμύνησε. «Απέκτησε γνώση όση μπορείς, η γνώση ακριβά πουλιέται», ο καθηγητής εκήρυττε, και όλοι μαζί:
«μακριά η σκέψη σου από τις κοπέλες, μην αυνανίζεσαι, πρώτα τα μαθήματα και η σταδιοδρομία».
Καταιγισμός πυρών στον άμοιρο τον έφηβο. Καλά που υπήρχε
της μητέρας του ο αδερφός, ένα υποκείμενο περιθωριακό δια την
κοινωνίαν, το οποίον ησχολείτο με κολύμβηση, βιβλία, και ήτο
των λάβρων στεναγμών βαρδιάτορας. Ο βαρδιάτορας τον
νεαρό αφουγκραζόταν, εξεμέευε, αλλά και από αυτόν εμπνεόταν,
ενώ ταυτόχρονα η οικογένεια, η θρησκεία, η εκπαίδευση,
επιχειρούσαν τον νέο να μπολιάσουν με τις αρετές της
σκοπιμότητός τους.
Ο βαρδιάτορας δεν άργησε να απαντήσει.
«Να ενδιαφέρεσαι για τους άλλους, διότι εάν το σύνολο, εις το οποίον ανήκεις, χωλαίνει, εσύ δεν θα αποτελέσεις εξαίρεση. Σε όποιον σε θίγει να αντιδράς χωρίς δεύτερη σκέψη, έτσι κρατάς την αυτοεκτίμησή σου ακέραιη, ώστε η κρίση σου κοφτερή να επιλέγει εκείνους που έχουν καλή βούληση απέναντί σου. Η ανοχή στην ενόχληση σε αλγολαγνεία εξελίσσεται, η οποία την αδικία, την βία διαιωνίζει, με άλλοθι την θεϊκή τιμωρία σε έναν κόσμο άλλο. Όταν σε φιλούν θα φιλάς κι όταν σε κτυπούν θα κτυπάς. Η γνώση σε όλους εκτίθεται αλλά διαφεύγει. Όλοι δεν κατέχουν την ίδια γνώση, κατέχουν όμως άλλη· γι’ αυτό η γνώση πρέπει να παρέχεται ως κοινό αγαθό, δίχως να απαιτεί εξουσία και πλούτο. Η αμοιβή της γνώσης δεν μπορεί να είναι άλλη από μία κοινότητα αλληλέγγυα, αυτάρκη που την ζωή θα προτάσσει, αναγνωρίζοντας το φυσικό περιβάλλον, αποφυλακίζοντας το σώμα και το ερωτικό ένστικτο των ανθρώπων».
Αυτά ο δεκαπεντάχρονος άκουγε εξεταστικά από τον μητράδελφό του, ώσπου ένα περπάτημα λικνιστικό την προσοχή τους απέσπασε.




---------------------------------------------------------------------------------------


Περνώντας περιμένεις.
Η ανάμνηση πότε με το μαστίγιο του βασανιστή,
πότε με του στωικού το θράσος καλοσύνης ανώμαλης,
διπρόσωπη τυράγνια που αργά το θύμα της σωριάζει.


Στον απολογισμό σου εγώ θα είμαι έξω,
της αβεβαιότητος χερνήτης, λαθροθήρας,
λεξιθήρας, σαρκαστής.
Στον χρόνο που απομένει θα χαράζει και θα δύει,
η αύρα μου τον κορνιαχτό σου σείει,
που σαν όστρια τα Αροάνια ροβολά.
Κι όταν οι νότες θα σιγήσουν,
δυό δάκρυα την παλάμη σου θα κλείσουν,
που δεν θα τραγουδήσω πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου