Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Γοερά χαμόγελα 1994 - 1/1996

Ως την άβυσσο των αβύσσων
θα σ’αγαπώ καλή μου.
Πέρ’από σένα μ’οδηγεί
τ’αχόρταστο κορμί μου.

Θαλασσομάνητες, φουσκοδεντριές,
σε κλίνες άγνωρες με πάνε,
της σάρκας όμηροι οι ψυχές,
με δέλεαρ του οργασμού μεθάνε.

Ηδονοθήρας! Ιερουργός.
Να κοινωνήσω με το πλήθος θέλω.
Σε ξέφρενη άδολη γιορτή
στην ιερή προσωπική στιγμή των αντιδράσεων,
μορφασμών, των λαγγεμένων στεναγμών,
να παρεισφρύσω να διαβώ,
το γόρδιο πλέγμα ενοχών
που μας χωρίζει.
Έτσ’ η φιλία της σαρκός
θα μας ενώνει διαρκώς
σε μια κοινότητα ειρηνική που κτίζει.

Ως την άβυσσο των αβύσσων
θα σ’αγαπώ καλή μου,
μα δεν ανήκει κανενός
το πανανθρώπινο κορμί μου.



----------------------------------------------------------------------------------------


Τη νίκη μου δε θα γιορτάσω,
νέμεση γόων, χλευασμών.
Με το λαό θα κλάψω
μέλαινα η δορά των ποταμών.

Ανέγνωμοι πέρασαν, φύγαν
έξω απ’τον κόσμο των λογισμών.
Νάμα, ευωδιές, λαίμαργα επήραν,
κόκκινο χρώμα των αγιασμών.

Ευαγγελιστές της ευτυχίας!
Ρασοφόροι κομισάριοι του “αγαθού”,
Ιεροφάντες της πλουτοκρατίας,
καθαγιασμοί πολέμων, αδικίας,
μίσθαρνοι σταυρωτήδες του Ιησού.


------------------------------------------------------------------------------


Άδειο κροντήρι ο έρωτάς μου,
σβήσαν οι στάλες του, μια μια,
πύρινη λάιλαπα η καρδιά μου,
άνθρακες τα δασόσπαρτα βουνά.

Στις απανταχού αμάλαγες
παλλακίδες μάταιων ευκαιριών,
εναποθέτω γοερά χαμόγελα
στο σεντούκι
των σαθρών τους αξιών.

Συλφίδες! Στόφα ιδιοτελή,
σε χρυσοποίκιλτα έλυτρα
τα ιοβόλα φύλλα σας μετράτε,
εθέρισα ένα απ’αυτά
και λάτρεψα τη μοναξιά.



-----------------------------------------------------------------------------------


Τους πλούσιους αποστρέφομαι,
μα τους φτωχούς
περσσότερο μισώ
δημιουργούς τους.


----------------------------------------------------------------------------------
                 Προσευχή

Αν μπρος στον “Απειράγαθο”
ποτέ λογοδοτήσω,
αποσταμένος στρατοκόπος,
θα του πω.

Δημιουργέ μου ήξερες
πορφύρα θα δακρύσω,
πάνω σε βράχη από καρφιά,
με χέρια γυμνά κωπηλατώ.

Άσπονδε φίλε της χαράς
όσο τη γη κατοίκησα,
εγγυητή μεγαθυμιάς,
τροπαιοφόρο μίσος πανταχού αντίκρυσα.

Στους χρυσοθήρες-δήμιους
χαρίστηκες αιώνια
και στους απέρριτους-τρελούς
σκόρπησες καταφρόνια.

Πλάνης! Απέρριτος-τρελός
ο γόνος σου υπήρξε!
Της κρίσης σου το άδικο
ξίφος, στα στήθη μπήξε.


-----------------------------------------------------------------------------------


Όταν φορώντας τον χιτώνα σου,
με τ’όπλο των ονείρων σου
πυροβολούν να σ’απαλλοτριώσουν,
τίμιο θωρείς το κνούτο του βασανιστή,
του δήμιου το σπαθί.


---------------------------------------------------------------------------------


Αφού οι λιόχαρες ακτίνες
λεμφατικές εγίναν,
αφού τα χρώματα του χούμου
και των πόντων ξέθωρα, τείνουν να χαθούν,
η απάθεια την αδικία υπερκέρασε,
αργυρώνητος ο γλυκαχός της ηδονής,
στην αγορά πανάκριβα αιδοία αναφρόδιτα.
Κι ο θάνατος ο κορυστής
μονάχος του την πλήξη αντιπαλεύει.


---------------------------------------------------------------------------------
Λεπτή

Κάθε που βγαίνει το φεγγάρι
της ιλαρής-θλίψης την ωδή
ζητάς επίμονα ν’ακούς.
Στα χείλη μου τη νιόνυφη ακμάδα γέρνεις
κι απολαμβάνεις έκθαμβη
τις ηλιαχτίδες της νυκτός
που ασελγούν στους ουρανούς.

Χρυσό, ασήμι και πορφύρα
θα σου στολίσω τα μαλλιά,
τα μάτια σου φωτός πλημμύρα,
στου φεγγαριού την αντηλιά.

Κι αφού χορτάσουμε παστράδα,
κι όταν στερέψουν τα φιλιά,
κάθε που βγαίνει φεγγαράδα,
θ’αναθυμάσαι την ωδή,
στη γνώριμή σου αγκαλιά.


--------------------------------------------------------------------------------------


Όταν το εμπόριο στέψαν βασιλιά,
τον έρωτα η πορνεία διαδέχτηκε.
Κληρικοί τελούν τη γιορτή της,
κι αλλάζουν στέφανα λευκά.


------------------------------------------------------------------------------------


Μεσ’ τα πλεγμένα στάχυα
τ’αγιάζει αχνοτρέμει.
Μέσα σε λόχμες, βράχια
το χαμογέλιο γέρνει.
Στη λειτουργιά θανάτου,
ολόρθος θα σταθώ,
το βάρος του καμάτου,
δεν θα συλλογισθώ.

Μ’ατσάλινο γινάτι
συντρίβω τα δεσμά,
το άγιο το κανάτι,
τα άμφια του παπά.
Ρυάκι βαθυκόκκινο
το αίμα κελαρύζει,
αμύθητο τ’αντίτιμο
που η λευτεριά κοστίζει.

Κατέρυθρος μονάχος
στην εκκλησιά αλαλάζω.
Πατρίδα, πίστη, φαμελιά
με μάνητα χλευάζω.
Χίλια σπαθιά σκιάζουν
τη γης θε ν’αγκαλιάζω.
Της αποτρόπαιης του Έρωτα σφαγής
εκδίκηση γιορτάζω.


--------------------------------------------------------------------------------


Έλδωρ γλυκύ! Ανίατο.
Μοναχικό κι αμάλαγο.
Στις χούφτες μου ατενίζω
τις φτερούγες σου,
εύκαμπτες, αλαργινές, αόρατες.
Τις πράσινες σταγόνες
των συστάδων σου ρουφώ,
εκείνων της σαγήνης.
Άσπρα πέταλα ανθούν αοριστίας,
παλιγγενεσίας εναλλαγή.
Ανεξίτηλα τ’αχνάρια των συγκινήσεων
με την ανάμνηση αυτοκράτειρα.


--------------------------------------------------------------------------------


Κι απόψε αγρύπνησες
ψηλά στο μονοπάτι,
παρέα με τη λυκαυγή να καρτεράς
τ’αχνάρι ενός διαβάτη.

Την πέτρα σκάψε σύντροφε,
ξωμάχε, λιποτάκτη.
Φυγοδικεί ο Θεριστής
στάλες στάζει αγάπη.
Φωτιά στης γης τους μπιστικούς,
τις βίγλες τον δραγάτη.

Γκρεμίστε αψίδες, θυρεούς,
τρούλους, πυργοδεσπότες,
σημαίες θάψτε στους αγρούς,
όπλο, πηλίκιο και σπαθί οι στρατιώτες.

Απόψε μείνε άγρυπνος
φυγόποινε περάτη,
μέθα με αίμα και καπνό,
στήσε απ’αθάλη κορνιαχτό
τον Έρωτα, δημιουργέ!
Χαλκέντερε της κίνησης εργάτη.


-----------------------------------------------------------------------------------


Της φαντασίας εμορφιά
ποτέ μου δεν σε θήρεψα.
Τ’αγέρα εσύ δροσοσταλιά,
στις άβατές σου παρυφές
δε κύλησα.

Ακτή της χίμαιρας! Βουτώ
μεσ’του πελάου τον ανθό.
Άνεμος αφροσκέπαστος
ο πόθος πλαταγίζει,
την παρυφή των παρυφών
δακρύζοντας αγγίζει.

Της τέρψης κόρη αισθαντική
δεν είμ’ο συλητής σου,
είμ’ο δραπέτης ιχνευτής
στα βύθη της αβύσσου.

Κάστρο Ναυπάκτου μυθικό!
Με το κελάρυσμά σου,
κινώ για νέο γητεμό,
απέρριτο, ποιητικό,
ανέγγιχτο το κτένισμά σου.


-------------------------------------------------------------------------------------


Όταν στα άνυδρα αιδοία,
τη θάλασσα της ματαιοδοξίας
ολάκερη εναποθέσεις,
νέμεσαι
σάπια δαγκωμένα μήλα
της πιο αισχρής ανθρώπινης ντροπής.


-------------------------------------------------------------------------------------


Υμνωδία

Πιστεύω εις ένα Θεό,
Αντίθεο, αναρχικό,
Δήμιο κρατών, εξουσιών,
διώκτη πολέμων, θρησκειών.

Σε έναν πλάνη θηρευτή
αρκαδική-ζωή ηδονική,
μύρτα αρίφνητα σκορπά,
κνούτο, φωτιά στον Μαμμωνά.

Καλωσορίζω τον Μεσσία,
Ερωτανάσταση, λαγνεία.
Νάμα θα στάξει και κρασί
να ξεδιψάσει όλ’η γη.

Μεσ’το ανείπωτο γιορτάσι,
μεθά, εγείρεται η πλάση.
Οινοχόος ο Χριστός
αναρχικός παλιός κι αυτός.

Ξάφνου, ακούγεται βροντή, ορυμαγδός!
Ράσο επωμίδα και φλουρί
είν’όπως πάντα ο αυτουργός.
Ασπαίρει κατά γης ο Οινοχόος,
έφυγε ξανά αθώος.


-----------------------------------------------------------------------------------


Μια θολή σκοτεινιά
κι έν’αγέρι χλωμό
θα σε φέρει,
σε παντέρμη αμμουδιά
της σιωπής λειτουργιά,
αλισάχνης αστέρι.

Θα’μαι πίσω από’κεί,
στης σιγής τη βοή
η καρδιά απαγγέλει με πάθος.
Δεν θα μείνω πολύ
κι έχει αρχίσει βροχή
στων ματιών σου
τ’απάνεμο βάθος.

Σε ξωκλήσι λευκό
με ευλάβεια θωρώ
των ματιών σου
τα μαύρα μουράγια.
Αγιοκέρι κρατώ
κι έτσι φέγγω των δυό
της ψυχής τα ναυάγια.


-------------------------------------------------------------------------------


Γιόμα ηδονής!
Αμφορέας της ψυχής
των ματιών σου οι κόρες.
Πιόμα της ποίησης τερπνό
σε στιγμές αλώβητες,
στοχασμού τις πλώρες.

Στέκομαι στο φως,
του ανέμου ο τροχός
θα με συναρπάσει.
Χαίρω μοναχός!
Ο δικός σου ανασασμός
δεν θα με διχάσει.

Σμάρι από πουλιά
σ’αγκαλιά ουράνια
ψάλλουνε τη λύπη,
έλα μοναξιά,
με λευκά κυκλάμινα
σκόρπα χαρμολύπη.

Κόπωση στο γυρισμό
τα βλέμματα χαυνώνει,
της λύτρωσης θεά η μοναξιά,
το χέρι στοργικά απλώνει.


---------------------------------------------------------------------------------------


Αέναος σταθμός τα βήματα,
της λησμονιάς το χώμα
ανασκαλεύουν.
Αποκάρωμα μάταια ζητούν,
την αλήθεια ξορκίζοντας.
Ράθυμα,
νωχελικά σαλεύουν,
τη νεκρική πομπή συνεχίζοντας.


----------------------------------------------------------------------------------


Στα στήθη δαγκώνουν
την επιθυμία οι ποιητές
κι απ’το αίμα της
στίχους πλάθουν.

Του άλγους ξεθάβουν την ηδύτητα,
κι απισχναίνουν, γυμνώνουν την ψυχή.
Στον Άδη την πετούν,
μα δεν πουλούν
ποτέ τους δεν πουλούν.
Έντιμοι του θανάτου επίγονοι,
ματαιόπονοι εραστές,
όχι κτήτορες-αγοραστές.


-------------------------------------------------------------------------------------


Τις άγκυρες ετράβηξα
κι ορκίστηκα στα σπάρτα,
στη μπλάβα ηλιόλουστη
αφρόγιομη γαλέρα,
σε γραίγους και σε υετούς,
σ’αποδημιάς τη μέρα,
να μη στεριώσω σ’αγκαλιά,
σε χώμα σ’ακρογιάλι.
Με φουσκωμένα τα πανιά
μέσ’την ανεμοζάλη
να πίνω να αγάλλομαι
τον οίνο της αλμύρας,
καταραμένος οδηγός της μοίρας,
γι’άγνωρους πόντους κινώ.
Με πούσι αθάλη συντροφιά,
ούριο άνεμο το χάρο,
πέρ’απ’της πλήξης τη συμφορά.
Δίχως Θεό κι ελπίδα,
του σκότους την αθέατη,
να ιδώ λιαχτίδα.


----------------------------------------------------------------------------------------


Στους απύθμενους πυθμένες
μια νυχτιά θα κατεβώ,
μ’οξυμένες τις αντένες
ύδωρ πύρινο θα πιώ.
Μέσα στων βυθών τα βύθη
σε κλαυσόγελα γοερά,
πίνω απ’των χρησμών τα στήθη
ποιητών τα ιερά.

Κώστα Καρυωτάκη!
Γίνε στην αγέλη μας ταγός.
Σχίζεις τις χρυσές κορδέλλες
δεν σου πρέπει αρχηγός.
Σ’αφερέγγυους αγώνες
το κοντάρι παρατάς,
πάντα ρίψασπις, δραπέτης
τους θεσμούς πετροβολάς.

Της χίμαιρας τη θύελλα
μονάχος σου διαβαίνεις,
από τους τόπους τους κοινούς
όλο και ξεμακραίνεις,
της στόχασης αντάρτης,
της στατικής, άβιας ζωής
ο νεκροθάφτης.


---------------------------------------------------------------------------------------


Αν ό,τι δεν πρέπει, πρέπει,
κι ό,τι πρέπει, δεν το θες,
μάθε αν έπρεπε να πρέπει
κι αν το “πρέπει” αποτρέπει
βούλησή σου και βουλές.



-------------------------------------------------------------------------------


Τον ποιητή εγύρεψες
στου άσπονδου την ξανθή κόμη,
μα ο ποιητής αλάργευε στο ξάγναντο ακόμη.
Την μορφή σου σκαριφούσε
κι απ’της θύμησής της
την αχλή, ονείρατα κεντούσε.
Με πλουμισμένα κάνιστρα
χοή να χύσει,
στα χείλη σου έταξε σπονδή!
Δεν θα την αθετήσει.
Αργοδιαβαίνει το στρατί
κι ερμητικά κελιά ιχνεύει,
στην ποίησή του αφορμή
αέναα γυρεύει.


-------------------------------------------------------------------------------------


Των πελμάτων ίχνη χαράζω
κι από θολά ρείθρα κοιτάζω
τον ξέμακρο χρόνο που δεν έζησε,
δεν ήλθε και δεν έσβησε.
Αποκύημα του φόβου,
χρήσαμε τον χάρο χρόνο,
να μοιάζει αιχμάλωτος
κι αυτός με το δοκάνι του
φίμωσε τη λευτεριά.



---------------------------------------------------------------------------------------


Κεχριμπαρένιο δάκρυ του πορτοκαλιού
απόψε το φιλί σου,
γιορτή της απουσίας σου, παντού
διάχυτη η μορφή σου.

Σ’ατένιζα στην καταχνιά
στ’αστέρια που μαρμαίρουν
μέσ’τα δρολάπια του βοριά
που οι καρδιές ποφέρουν.

Με την τυράγνια που πονεί,
που θέλγει, που φρενιάζει,
εμπρός νικήτρα μου ψυχή
στο στίβο που γυμνάζει.
Μέσ’σ’αγωνίσματα σκληρά
ο κάματος την πένα μου νοτίζει,
τις άκρες των βλεφάρων σου αμυδρά,
αγγίζει.


--------------------------------------------------------------------------------------


Του λόγου αρνείσαι την αλκή.
Στα χείλη μου ξανά
δεν πρόκειται να στέρξεις.
Ας είναι καλοτάξιδη
η αύρα η σιγανή,
που σε γεφύρια νιότευκτα,
σε προσκαλεί να τρέξεις.

Σαγήνη, πάθος, οιμωγή,
του έρωτα κυκλώνας,
κοπιαστική συγκομιδή,
χαράζει αδρά ο χειμώνας.

Κίτρα σε φίλεψα πολλά,
το διάστημα της δίνης.
Σ’άγκυρες δεν απίθωσα,
στυλίτες της οδύνης.

Ο ριμαδόρος μοναστής σε χαιρετά,
την πλήξη να μην ασπαστείς,
με στίχους σου μηνά.
Μ’αέρηδες κι εναλλαγές
τα όνειρα φαντάσου,
την πλήξη την δυαδική,
την στέρηση στοχάσου.



-------------------------------------------------------------------------------------


Πλανιέται πανταχού,
ελλοχεύει τη στιγμή
και ενυπάρχει.
Του χοροχρόνου υπνωτιστής,
της ψυχής αλχημιστής,
της σάρκας ζευγολάτης,
τον θήλασε η Συγκίνηση διάπυρο αφρό,
η Ομορφιά τα άγια δάκρυά της.

Την θέασή του δεν τολμούν,
με ένα νεύμα του ριγούν.
Το ήδος αφοπλίζει.
Αμύνονται κι απεμπολούν,
ο Έρωτας φοβίζει.



-------------------------------------------------------------------------------------
Έγερσις ευλαβής

Θύρες λυτές ο ερχομός,
μοίρες βαρύθυμες το διάβα,
άχθος, βλαστήμια ο πηγαιμός,
στης ρούγας της αδιάβατης
το τέρμα τράβα.

Οι υποσχέσεις τους πολλές,
σαν στωικό της μάνας χάδι,
τα εξαπτέρυγα θηλιές,
στις φλόγες έζωσα ένα βράδυ.

Κι εισέβαλα στο ιερό
με φλάμπουρα καθημαγμένα,
σάρκα κοινώνησα,σταυρό
με νέκταρ του οργασμού αγιασμένα.

Την κοινωνία σας ξερνώ,
κτισμένη στων ευνούχων το σκοτάδι,
με το δαδί της σκέψης πυρπολώ,
ψάχνω τον Έρωτα στον Άδη.



------------------------------------------------------------------------------------


Σ’ αχούς ασκητικούς
ξέφρενο λαμνοκόπι,
με λάβρους αυλούς
κυλά το υδροκόπι.

Της πεθυμιάς τα χείλη
την φαντασιά φιλούν,
σε ξομπλιαστό μαντήλι
γλυκάνισο σφαλνούν.

Σε ίσκιους ηλιοδέσμιους
απόκαμα να ζω
κι ό,τι δεν υποπτεύθηκα
με φόβο αναζητώ.

Αρχή, συγκίνησες, χαρές,
τέλος και θλίψες, όλα!
Του πόθου ας λείψουν οι στιγμές!
Νιρβάνα! Έλα τώρα.


-------------------------------------------------------------------------------------


Ουδείς σε μόνιμη καρένα,
αν τα υδρόφυτα τ’αειθαλή
δεν ήσαν μαραμένα,
αν τα γοργόφτερα
από κλαδιά σε πέλαγα πετούσαν,
οι μελισσόκηποι μελοροούσαν.

Μισεροί, μα ασφαλείς,
σ’ιστούς κι υφάδια αποκλεισμένοι,
κεροδοσιά αρνούντ’ οι ιερείς,
ανάθεμα αιώνιο τους βαραίνει.

Χρησμοδότης αλγεινός!
Μεσ’ από τέλματα και τύρβη
θα μηνύσω.
Στον βολεμό αν πλανηθώ
να’ ναι κι ώρα που θα σβήσω.



------------------------------------------------------------------------------------


Όσους ερωτοτρόπησαν
με μάλαμα κι αχάτι,
δεν συγκρατώ στη μνήμη.
Εφέστιοι! Απόθεσαν ανία
στου Έρωτα τ’ ασκί.

Εκειούς που μ’εκδικήθηκαν
βαθιά κατανοώ,
τον ιχώρα που απέδωσα
εισπράττω δανεικό.

Μα λάβωμα αναίτιο
το στέρνο αιμορραγεί,
σαράκι’ ναι στη μνήμη,
που την ταλαιπωρεί.

Δεν έπεσε το βόλι
απ’ έχθρητας βωμό,
την μαύρη παιδωμή μου
με φρίκη ομολογώ.

Κι ήσαν “φίλοι”
Αντώνη, Τριαντάφυλλε, Βασίλη
Χριστιανέ! Φωνάζαν, χλεύαζαν,
στο σταυρό με βάζαν, γέλαγαν.


------------------------------------------------------------------------------------


Παραδίδω την ένοχη κτήση
στην άλογη φύση ερώτων,
αλλοτινών ψαλμωδιών
των πρώτων,
που ρωμαλέα κεριά
σε μανουάλια μεστά συνωθούνται.


------------------------------------------------------------------------------------


Σιχαίνομαι την υποτέλεια στον πιστό,
του άθεου τον παλικαρισμό,
το άγνωστο επώδυν΄ηδονή,
τίμια η αβέβαιη σιγή.
Ανέμελη διέξοδος
σ’αχείμαντους ταιριάζει,
ο πλανιμός καταπονεί,
ο τολμητίας κράζει.


----------------------------------------------------------------------------------


Δολιχό ήττας θρόϊσμα
ταλάνιζε την σκέψη,
κάννες και υποκόπανοι
όμηρο με κρατούν,
μα δεν λογίστηκα ποτέ
της έπαρσης την στέψη,
θωπευτικά δεν ακουμπούν
μονάχα οι νικηταί.

Της αντοχής υπεροψία,
ντύμα της ήττας γιορτινό.
Πώς δεν ευδόκησες Επιθυμία!
Τι μ’ απομένει να σκιαχτώ;


--------------------------------------------------------------------------------


Στ΄ασκητεμού την οίηση
ξέμαθα να ζητώ,
στέρφα θηλή, αδάγκωτη,
θα σ’αποποιηθώ.
Μα κόρη χαριτόβρυτη
τον εθισμό αναδεύει,
κι είχα πιστέψει, τι αφελής!
Πώς θα λευτερωθώ.

Με ποίηση και σάρκα
τον μύθο σου θα σβήσω.
Θέτιδα! Σ’ αποχαιρετώ,
απ’ το όναρ πριν γυρίσω.



-------------------------------------------------------------------------------------


Έρωτα! Ιδιάζοντα.
Εφήμερε! Που ελευθεριάζεις.
Αέναε! Όταν εναλλάσσεσαι.
Παρατυπείς, κελεύεις, δελεάζεις.


-------------------------------------------------------------------------------------


Απόκριση σε κάλεσμα Χινόπωρου νυχτερινό,
μετέωρος σε δώμα ευλαβικό,
την ανεξιθρησκία της σαρκός
αδέσποτα γλεντάω.

Κι όταν της έξαψης κλυδωνισμοί,
αίρωνται όλοι οι φραγμοί,
κι ανέμελη, καθάρια,
γυμνότης που αγαπάω.


-------------------------------------------------------------------------------


Χωλές επιθυμίες
τα σωθικά πληγιάζουν,
ευδόκιμα ονείρατα,
το διχασμό, τις ενοχές,
τον φόβο, συνταιριάζουν.

Στα έδρανα υποταγής
μαθήτευσα κι εγώ,
με ποδηγέτες της ντροπής
σ’ έναν φονιά Θεό.

Στης λευτεριάς συγκομιδή
δειλά θα συμμετέχω.
Το τέλος μου χειράφετος,
αυτόχειρας αντέχω;


------------------------------------------------------------------------------------


Αυτοί που παραιτήθηκαν
απ’ την Ιχνηλασία,
κατάκοποι στης ύλης την απόδυση,
εκχώρησαν της Τέχνης την κληροδοσία,
σε κριτικών-διακρίσεις, αναγνώριση.

Τις “αυθεντίες” των αιώνων χαιρετώ
με λύπης σιωπή,
στις άμετρες χαμένες δυνατότητες
ανάβω ένα κερί.


---------------------------------------------------------------------------------


Μετά απ’ άγριο πάλεμα
τις όχθες προσεγγίζοντας,
τη θύελλα τ’ αντάρεμα
θ’ απαρνηθώ δακρύζοντας.
Πιστοί συντρόφοι μου εσείς
στης ύπαρξης τον λόγο,
ο κάματος με προσκαλεί
στης νηνεμιάς τον δόλο.

Κάματε δεν αφήνομαι
στη νόθη ακινησία.
Του άγνωστου, εκείνου του αφάνταστου,
την αμιγή ζητώ ανυπαρξία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου